πύματος

πύματος
πύματος: last, of time or place; ἄντυξ ἀσπίδος, ‘outermost,’ Il. 6.118, cf. Il. 18.608; ‘root’ of the nose, Il. 13.616.— Adv., πύματον, πύματα, joined with ὕστατον, ὕστατα, Χ 2, Od. 4.685.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πύματος — hindmost masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύματος — άτη, ον, Α 1. έσχατος, τελευταίος (α. «πυμάτας ὤτρυνε φάλαγγας», Ομ. Ιλ. β. «οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι», Ομ. Οδ.) 2. ο τελείως εξωτερικός, εξώτατος 3. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή ή στην άκρη («ῥινὸς ὕπερ πυμάτης» πάνω από τη ρίζα τής μύτης, Ομ …   Dictionary of Greek

  • πύματον — πύματος hindmost masc acc sg πύματος hindmost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάταις — πύματος hindmost fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτη — πύματος hindmost fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτην — πύματος hindmost fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτης — πύματος hindmost fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτοιο — πύματος hindmost masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτοις — πύματος hindmost masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτοισι — πύματος hindmost masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτοισιν — πύματος hindmost masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”